Η μεγάλη σημασία της κατασκευής γεφυριών για τη ζωή ατόμων και
κοινοτήτων, καθώς και το πλήθος των δυσκολιών που έπρεπε να ξεπεραστούν κατά
τη διάρκειά της, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών μύθων και θρύλων.
Μέσω της απλοϊκής πλοκής τους, αυτοί οι μύθοι εξέφρασαν τη σύγκρουση ανάμεσα
στην επιθυμία των ανθρώπων να εξουσιάσουν τη φύση και την ενοχή τους από την
άλλη μεριά για αυτή την παρέμβαση (Μαντάς, 2000). Η ενοχή που ένιωθαν, τους
προξενούσε φόβο για την εκδίκηση της φύσης (Μαντάς, 2000). Η δημιουργία
πλήθους παραδόσεων, θρύλων, δοξασιών, προλήψεων, ήταν μια προσπάθεια να
δικαιολογηθούν στη φύση αλλά και να προσεγγίσουν το ανεξήγητο, τη δημιουργία
του γεφυριού, ένα επίτευγμα τόσο δύσκολο που φαινόταν να ξεφεύγει από τα
ανθρώπινα μέτρα (Μαντάς, 2000). Θα περιγράψω στη συνέχεια κάποια είδη
αφηγήσεων σχετικών με τα γεφύρια και τα ποτάμια.
Ένας τρόπος έκφρασης του φόβου μπροστά στα προβλήματα και τα
απρόοπτα γεγονότα που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την κατασκευή, ήταν η πίστη
στην ύπαρξη δράκοντα που εχθρευόταν το χτίσιμο, που ζητούσε σαν αντάλλαγμα
ανθρωποθυσίες για να επιτρέψει την ολοκλήρωση του έργου (Πετρονώτης, 2000).
Αυτή η παλιά και διαχρονική πρόληψη αναφέρεται σε πολλούς αρχαιοελληνικούς
μύθους (Πετρονώτης, 2000). Στις αρχαίες θρησκείες, οι θυσίες ήταν το
σημαντικότερο από τα λατρευτικά καθήκοντα των ατόμων και μάλιστα επικρατούσε
η άποψη πως όσο πολυτιμότερα ήταν τα δώρα, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η εύνοια
των θεών (Σχισμένος, 2000). Οι αφηγήσεις που αναφέρουν ότι για την κατασκευή
γεφυριών απαιτούνται θυσίες ανθρώπων ή ζώων, αντικατοπτρίζουν αυτές τις αρχαίες
δοξασίες. Επιπλέον, αντικατοπτρίζουν το δέος των ανθρώπων μπροστά σε κάθε
μεγάλο κατασκεύασμα και την πεποίθηση πως μόνο θυσιάζοντας κάτι πολύτιμο σε
μια ανώτερη δύναμη μπορεί το έργο να πετύχει με τη βοήθειά της (Γοργογέτας,
2004). Επίσης, είναι πιθανό αυτοί οι θρύλοι να βασίζονται σε λαϊκές αντιλήψεις για
την πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό (Τσότσος, 1997). Το κακό
προσωποποιείται από το στοιχειό του ποταμού που για να υποταχθεί πρέπει να
προκαλέσει κάτι κακό (Τσότσος, 1997). 2
Ένας γνωστός σχετικός θρύλος, είναι εκείνος του Γεφυριού της Άρτας.
Σύμφωνα με τον Μαντά (2000), ο θρύλος είναι αποτέλεσμα των αντικρουόμενων
αισθημάτων του δημιουργού για το έργο του, της περηφάνιας του που υπέταξε την
ορμή του ποταμού, αλλά και του φόβου του επειδή τόλμησε να παρέμβει στη φύση. Η
θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα αποσκοπεί στην επώδυνη τιμωρία του
υπεύθυνου που τόλμησε να εξουσιάσει τις φυσικές δυνάμεις (Μαντάς, 2000). Η
θυσιασμένη ανθρώπινη ψυχή θα εξιλέωνε τους θεούς του ποταμού οι οποίοι θα
επέτρεπαν την παρέμβαση στο χώρο τους και δεν θα κατέστρεφαν το γεφύρι
(Μαντάς, 2000).
Επιπλέον, ίσως στο θρύλο να απηχείται το γεγονός ότι η κατασκευή του
γεφυριού της Άρτας ήταν πολύ δύσκολο έργο και όπως αναφέρεται από τον Σχισμένο
(2000) διακόπηκε αρκετές φορές από καταρρακτώδεις βροχές και πλημμύρες που
παρέσυραν τις σκαλωσιές και το ημιτελές κτίσμα, αλλά και όταν το γεφύρι
ολοκληρώθηκε καταστράφηκε αρκετές φορές από πλημμύρες. Μάλιστα ύστερα από
παρέμβαση των εκκλησιαστικών αρχών της πόλης, το γεφύρι χτίστηκε με 12 τόξα για
να το προστατεύουν οι δώδεκα Απόστολοι από τις πλημμύρες (Σχισμένος, 2000).
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, από την ιστορική έρευνα διαπιστώθηκε ότι ο
θρύλος ήταν αποτέλεσμα αληθινών περιστατικών σχετικών με την περιοχή της Άρτας
και όλης της Ηπείρου (http//el.wikipedia.org). Κάποτε μια μεγάλη δύναμη τουρκικού
στρατού ήθελε να περάσει από την περιοχή και οι Τούρκοι ζήτησαν τη βοήθεια των
κατοίκων για τη δημιουργία γέφυρας (http//el.wikipedia.org) . Πολλοί μάστορες και
τεχνίτες πήγαν αρχικά να βοηθήσουν, όταν όμως έμαθαν το λόγο κατασκευής του
γεφυριού, πήγαιναν τη νύχτα και γκρέμιζαν ότι είχαν φτιάξει τη μέρα
(http//el.wikipedia.org). Στους Τούρκους είπαν ότι το γεφύρι ήταν στοιχειωμένο και
γκρεμιζόταν, αλλά εκείνοι δεν πείστηκαν από αυτή την εξήγηση και διέταξαν τη
σύλληψη του πρωτομάστορα και την εκτέλεση της γυναίκας του
(http//el.wikipedia.org. Τότε οι υπόλοιποι μάστορες φοβήθηκαν και αναγκάστηκαν να
ολοκληρώσουν το γεφύρι (http//el.wikipedia.org).
Υπάρχουν πολλές εκδοχές αυτού του τραγουδιού σε όλες σχεδόν τις περιοχές
της Ελλάδας, με κάποιες διαφορές μεταξύ τους (Γοργογέτας, 2004). Άλλες
αναφέρονται σε ανώνυμα γεφύρια και άλλες σε συγκεκριμένα (Γοργογέτας, 2004).
Επιπρόσθετα, έχουν κάποιες διαφορές στην πλοκή της ιστορίας. Σε μερικές εκδοχές ο
πρωτομάστορας θεμελιώνει τη γυναίκα και το παιδί του, ενώ σε άλλες οι αδερφές της 3
γυναίκας του έχουν θεμελιωθεί κι εκείνες σε δύσκολα στην κατασκευή γεφύρια
(Γοργογέτας, 2004). Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικές από αυτές.
Παραλλαγή του μύθου του Γεφυριού της Άρτας εμφανίζεται στη δημοτική
ποίηση των Πομάκων, με το τραγούδι «Τα τρία αδέρφια» (Κόκκας, 2005). Σε αυτή
την παραλλαγή, τρία αδέρφια χτίζουν το γεφύρι που το βράδυ γκρεμίζεται και
αποφασίζουν να θυσιάσουν όποια από τις γυναίκες τους έρθει πρώτη το πρωί για να
τους φέρει πρωινό (Κόκκας, 2005). Η όμορφη Χιουρκέ, η γυναίκα του μικρότερου
εμφανίζεται το πρωί και ο άντρας της της κάνει νόημα να μην πλησιάσει, αλλά εκείνη
δεν το καταλαβαίνει και πηγαίνει κοντά του (Κόκκας, 2005). Εκείνος αρχίζει να
κλαίει και όταν η γυναίκα του τον ρωτά γιατί, εκείνος απαντά ότι έχασε ένα πολύτιμο
δαχτυλίδι κι ένα κεντημένο μαντίλι μέσα στα θεμέλια (Κόκκας, 2005). Η Χιουρκέ
κατεβαίνει να τα βρει και τα αδέρφια την πιάνουν για να την εντοιχίσουν στα θεμέλια
της γέφυρας (Κόκκας, 2005). Όταν εκείνη παρακαλάει να την αφήσουν να ζήσει για
να φροντίσει το παιδί της που είναι μικρό, ο άντρας της της απαντάει να μην
ανησυχεί, γιατί θα βρει κάποια άλλη γυναίκα που θα την αντικαταστήσει και θα
μεγαλώσει το παιδί (Κόκκας, 2005).
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές του τραγουδιού στα πομακοχώρια. Σε μια από
αυτές, καθώς ρίχνουν στη Χιουρκέ πέτρες και ξύλα για να την εντοιχίσουν, της
αφήνουν έξω το δεξί χέρι και το στήθος για να μπορεί να θηλάζει το παιδί της
(Κόκκας, 2005).
Μια άλλη παραλλαγή του γεφυριού της Άρτας έχει δημιουργηθεί για το
γεφύρι της Κυράς στην Αρκαδία (Σαραντάκης, 2005). Σύμφωνα με την παράδοση,
αυτό το γεφύρι δημιουργήθηκε τον καιρό της Φραγκοκρατίας από την Κυρά της
Άκοβας, που πέρασε με το άλογό της από ένα ξύλινο παλιογέφυρο και ντράπηκε που
στη βαρωνεία της το πέρασμα του Λάδωνα ήταν τόσο επικίνδυνο (Σαραντάκης,
2005). Τότε έδωσε εντολή και χτίστηκαν τα δυο πρώτα τόξα του γεφυριού
(Σαραντάκης, 2005). Η παραλλαγή, που αναφέρει την Κυρά που έχτισε το γεφύρι,
είναι η ακόλουθη:
Τριακόσιοι πέντε μάστοροι και χίλια μαστορόπουλα
Γεφύρι εθεμέλιωναν, το Λάδωνα να ζέψουν,
Και η Κυρά που τόχτισε, ζύγισε το αλάτι
Να ξέρει ο κόσμος κι ο ντουνιάς το τι θα της στοιχίσει.
Και το πουλάκι έκατσε μεσ’στη δεξιά την όχθη.
Δεν κελαϊδούσε σαν πουλί, ούτε σαν χελιδόνι4
Μον’ κελαϊδούσε κι έλεγε με ανθρώπινη φωνίτσα.
Αν δεν στεριώσετε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει.
Και η Κυρά σαν τάκουσε έπιασε το κεφάλι.
Συλλογισμένη κάθεται, ποιόνε να θεμελιώσει;
Επιπλέον, στο γεφύρι της Μόρνας Πιερίας σύμφωνα με το θρύλο, η μορφή
ενός βράχου στις όχθες του ποταμού είναι το κεφάλι του στοιχειωμένου, που τον
έθαψαν οι μάστορες κάτω από το γεφύρι για να στεριώσει (Τσότσος, 1997). Ακόμη,
σε αρκετά πέτρινα γεφύρια υπάρχει στη μεσαία πέτρα της καμάρας λιθανάγλυφο
αντρικό πρόσωπο, το οποίο έχει αποτρεπτικό και εξευμενιστικό χαρακτήρα προς το
στοιχειό του ποταμού (Τσότσος, 1997).
Εκτός από τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα, άλλοι θρύλοι ή
αφηγήσεις αναφέρονται σε θυσίες άλλων ανθρώπων ή ζώων. Υπάρχει μια
καταγεγραμμένη προφορική αφήγηση της πραγματικής ιστορίας της κατασκευής του
γεφυριού του Κοιλαδιού Κοζάνης, που αναφέρεται στον τρόπο που οι μάστορες
εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις αφηγήσεις (Βέλος, 1980). Σύμφωνα με αυτή, στο χωριό
Κοιλάδι, κυλούσε ένας χείμαρρος που όταν έβρεχε ήταν αδιάβατος και οι Τούρκοι
Βαλαάδες που ήταν κάτοικοι του χωριού δεν μπορούσαν να πάνε στις δουλειές τους
(Βέλος, 1980). Για να λύσουν το πρόβλημα πήγαν στο χωριό Πολυκάστανο που είχε
καλούς μαστόρους και τους ζήτησαν να τους φτιάξουν ένα πέτρινο γεφύρι (Βέλος,
1980). Οι μάστορες ζήτησαν από τους Τούρκους να θυσιάσουν ένα ζώο στα θεμέλια
και εκείνοι δέχτηκαν να θυσιάσουν δυο-τρία κοκκόρια ή ένα πρόβατο (Βέλος, 1980).
Οι θυσίες όμως αυτές φαινόταν φτωχές στους μαστόρους που είχαν βάλει στο μάτι το
μοσχάρι του Χότζα (Βέλος, 1980). Είπαν ότι έπρεπε να περιμένουν να βρέξει για να
τους πει το στοιχειό του ποταμού ποιο ζώο θα έπρεπε να θυσιαστεί και όταν έβρεξε
είπαν πως ο ήχος του νερού έμοιαζε με φωνή μοσχαριού (Βέλος, 1980). Μάλιστα οι
μάστορες είπαν «Είστι τυχιροί που δε γύριψιν καμμιά χανούμ' σα να θυσιάστι»
(Βέλος, 1980). Οι Βαλαάδες τους πίστεψαν και θυσίασαν το μοσχάρι, προς μεγάλη
χαρά των μαστόρων που έτρωγαν δυο ολόκληρες μέρες (Βέλος, 1980). Μετά τη
θυσία, οι Βαλαάδες πήγαιναν πολύ κοντά στο ποτάμι, σίγουροι πως είχαν εξευμενίσει
το ποτάμι μετά τη θυσία του μοσχαριού και δεν θα τους πείραζε (Βέλος, 1980). Το
γεφύρι στήθηκε σε είκοσι μέρες και ακόμα υπάρχει (Βέλος, 1980).
Επίσης, υπάρχει ένας δεύτερος τοπικός θρύλος για το γεφύρι της Κυράς στην
Αρκαδία, που πιθανόν να συνδέεται με το χτίσιμο των άλλων δύο τόξων του 5
γεφυριού, που οικοδομήθηκαν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (Σαραντάκης, 2005).
Σύμφωνα με αυτό το θρύλο, τα κακά ποτάμια γκρεμίζανε τα γεφύρια (Σαραντάκης,
2005). Η Τσυρά, που ήτανε Τούρκα, φοβέρισε τους μαστόρους και αυτοί κάρφωσαν
έναν αράπη και μια γυναίκα κι έτσι στέριωσε το γεφύρι, που από τότε λέγεται της
Τσυράς το γεφύρι (Σαραντάκης, 2005). Κι όταν κατεβάζει πολύ νερό το ποτάμι κι
έχει φουρτούνα τη νύχτα ο αράπης και η γυναίκα που έχουν στοιχειώσει φωνάζουν:
βάστα γυναίκα, βάστα κι εσύ αράπη (Σαραντάκης, 2005).
Η πίστη του κόσμου στην ύπαρξη στοιχειωμένων που θυσιάστηκαν για να
στεριώσει το γεφύρι, εκφραζόταν και με τον τρόπο που περνούσαν οι γαμήλιες
πομπές τα γεφύρια (Μαντάς, 2000). Η νύφη και ο γαμπρός κατέβαιναν από τα άλογα,
οι μουσικοί σταματούσαν να παίζουν και όλη η γαμήλια πομπή περνούσε σιωπηλά
(Μαντάς, 2000). Δεν ήθελαν να ενοχλήσουν τη στοιχειωμένη, γιατί πίστευαν πως αν
συνειδητοποιούσε τη διαφορά του πάνω και του κάτω κόσμου θα σταματούσε να
κρατάει το γεφύρι και θα άρχιζε να βογγάει και να χορεύει (Μαντάς, 2000). Πίστευαν
πως τότε το γεφύρι τότε θα κουνιόταν και θα έτριζε, ίσως και να έπεφτε μέσα στο
νερό (Μαντάς, 2000). Παρόμοια δοξασία αναφέρεται και σε μια αφήγηση
καταγεγραμμένη στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου αναφέρεται ότι οι Τούρκοι δεν
άφηναν να περνάει κανείς έφιππος από το στοιχειωμένο γεφύρι του Πασά και
κατέβαζαν από το άλογο ακόμη και τις νύφες (Λουκόπουλος, 1917).
Ανάλογοι θρύλοι παρουσιάζονται στις Βαλκανικές χώρες (Τσότσος, 2000),
αλλά και σε όλον τον κόσμο (Σχισμένος, 2008). Πολλές αναφορές σε περιστατικά
οικοδομήσεων με ανθρωποθυσίες υπάρχουν στην Ευρώπη κατά τα μεσαιωνικά αλλά
και τα νεότερα χρόνια, με μια από τις τελευταίες να προέρχεται από την Αγγλία το
1871 (Πετρονώτης, 2000). Επίσης, ο Ρουμάνος Ovidiu Papadima αναφέρει ότι μέχρι
τα μέσα του 18ου αιώνα πλανόδιοι έμποροι στη Ρουμανία πουλούσαν σκιές για να
εντοιχιστούν στην κατασκευή οικοδομημάτων (Μέγας, 1971).
Οι παραδόσεις οι σχετικές με τα γεφύρια, συχνά αναφέρονται και στις σχέσεις
Ελλήνων και Τούρκων. Μια σχετική αφήγηση αφορά το Κομμένο γεφύρι, που
βρίσκεται στον κάμπο της Κερπινής στην Αρκαδία (Σαραντάκης, 2005). Ο μύθος
είναι ο ακόλουθος: Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο Κερπινιώτης βοσκός
Καραβασίλης μεγάλωσε σαν δικό του παιδί ένα ορφανό τουρκόπουλο (Σαραντάκης,
2005). Όταν αυτό μεγάλωσε, του μίλησε για την καταγωγή του και το άφησε να φύγει
για την Πόλη (Σαραντάκης, 2005). Μια μέρα το παιδί αυτό γύρισε σαν αγάς στη
γειτονική Στρέζοβα, έστειλε απόσπασμα και κάλεσε τον Έλληνα πατέρα του 6
(Σαραντάκης, 2005). Ο Κερπινιώτης αποχαιρέτησε τους δικούς του, πιστεύοντας ότι
ήθελαν να τον σκοτώσουν (Σαραντάκης, 2005). Όταν παρουσιάστηκε στον πύργο του
αγά, εκείνος του φίλησε τα χέρια, του είπε ότι είναι το παιδί που μεγάλωσε και τον
παρακάλεσε να του ζητήσει όποια χάρη θέλει (Σαραντάκης, 2005). Ο Καραβασίλης
σκέφτηκε και του ζήτησε να χαλάσει το γεφύρι για να μην έρχονται από την απέναντι
μεριά και του κλέβουν το καλαμπόκι που είχε στον κάμπο (Σαραντάκης, 2005).
Αμέσως ο αγάς έδωσε τη διαταγή, έριξαν σαράντα φορτώματα ξύδι για να
μαλακώσουν το κουρασάνι που είχαν δεθεί οι πέτρες του και το γεφύρι
καταστράφηκε. (Σαραντάκης, 2005).
Άλλες αφηγήσεις αφορούν προσφορά χρημάτων στο ποτάμι για να
εξευμενιστεί και να επιτρέψει την κατασκευή του γεφυριού. Το γεφύρι του
Παπαστάθη που βρίσκεται στον ποταμό Άραχθο, πήρε το όνομά του από τον χορηγό
του, κάποιον ηγούμενο που λεγόταν Παπαστάθης, ο οποίος για την κατασκευή του
γεφυριού χρησιμοποίησε τα χρήματα κάποιων ληστών που θέλησαν να κλέψουν το
μοναστήρι, αλλά με θαυματουργό τρόπο τράπηκαν σε φυγή και εγκατέλειψαν τα
χρήματα (Καλούσιος, 1992). Όταν χτιζόταν το γεφύρι ο Παπαστάθης έριξε λίρες στα
θεμέλια (Καλούσιος, 1992), προφανώς για να εξευμενίσει το ποτάμι και να
εξασφαλίσει την άδειά του για την παρέμβαση. Μια παρόμοια παράδοση υπάρχει για
το γεφύρι της Άρτας (Κοντοχρίστος, 1959). Αναφέρεται ότι όταν το έφτιαχναν,
τάισαν το ποτάμι χρήματα με το φτυάρι γιατί οι μάστορες υποστήριξαν ότι το ποτάμι
ήθελε να φάει πολύ χρυσάφι και να χορτάσει για να επιτρέψει την κατασκευή του
γεφυριού (Κοντοχρίστος, 1959).
Επιπρόσθετα, υπάρχουν διάφορες αφηγήσεις που σχετίζονται με τις
κατασκευές γεφυριών με αφορμή το θάνατο ανθρώπου που προσπάθησε να περάσει
το ποτάμι, με χρηματοδότη προσφιλές πρόσωπο του θύματος (Τσότσος, 1997). Για
παράδειγμα, λέγεται πως το γεφύρι του Τσακνοχωρίου, στο ποτάμι Πραμόρτσα,
παραπόταμο του Αλιάκμονα, κοντά στο Ανθοχώρι Βοΐου, χτίστηκε με έξοδα ενός
πλούσιου βοσκού στο σημείο όπου έχασε τη ζωή της η μοναχοκόρη του από τα νερά
του ποταμού (Κουμπούλης, 1981). Μετά τον πνιγμό του κοριτσιού, ο πατέρας της
θεώρησε τον πνιγμό της τιμωρία του Θεού για τα πολλά πλούτη και την πλεονεξία
του (Κουμπούλης, 1981). Λέγεται πως χρηματοδότησε την κατασκευή του γεφυριού
επειδή είδε ένα όνειρο με έναν άγγελο που τον διέταξε να χτίσει γεφύρι στο σημείο
που πνίγηκε η κόρη του
Επίσης, το γεφύρι της Ζούζουλης που συνδέει το χωριό με τα Γρεβενά και το
Τσοτύλι, χτίστηκε με έξοδα ενός αγωγιάτη από την Κόνιτσα στη μνήμη του αδερφού
του που πνίγηκε στο ρέμα (Τσότσος, 1997). Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το γεφύρι
χτίστηκε από έναν τοπικό άρχοντα που συγκινήθηκε από τον πνιγμό ενός μικρού
κοριτσιού που πνίγηκε προσπαθώντας να περάσει το ρέμα με τα πρόβατά της
(http://www.ecokoz.gr)
Επίσης, μια παρόμοια ιστορία αναφέρεται για το «Πετρογέφυρο», που
βρίσκεται κοντά στο χωριό Μόρφη του δήμου Τσοτυλίου. Σύμφωνα με αυτή, γύρω
στο 1650 μια χήρα μητέρα με τα δυο παιδιά της τον Πέτρο και τη Γαλάνω ξεκίνησαν
να πάνε στη Βιέννη να διεκδικήσουν την περιουσία του πατέρα τους που είχε πεθάνει
πρόσφατα (Τσότσος, 1997). Ο Πέτρος παρασύρθηκε από τα νερά του ποταμού και η
μητέρα του χρηματοδότησε την κατασκευή γεφυριού, που ονομάστηκε στη μνήμη
του Πετρογέφυρο (Τσότσος, 1997). Κοντά στο γεφύρι, στις όχθες του Πραμόριτσα,
υπήρχε βρύση από όπου έπαιρναν νερό οι μάστορες, η οποία ονομάστηκε βρύση της
Γαλάνως (Τσότσος, 1997). Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Πέτρος ήταν από το
χωριό Δίλοφο και επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη (Φωτοπούλου, 1982).
Πρέπει να υπάρχει κάποια βάση σε αυτούς τους μύθους, καθώς είναι γνωστό
ότι πολλά γεφύρια χτίστηκαν μετά από ατυχήματα (Τσότσος, 1997). Πολλές φορές
την κατασκευή χρηματοδοτούσε κάποιος προύχοντας, Έλληνας ή Τούρκος, η
εκκλησία, ή οι κλέφτες και οι αρματολοί (Τσότσος, 1997). Την κατασκευή πέτρινου
γεφυριού την θεωρούσαν εξαιρετικά θεάρεστο έργο (Τσότσος, 1997). Η
ανακατασκευή της ψηλής καμάρας του γεφυριού της Άρτας που καταστράφηκε από
πλημμύρες και ξαναχτίστηκε ανάμεσα στα έτη 1612-1615, έγινε με χορηγία ενός
παντοπώλη που βρήκε θησαυρό κρυμμένο μέσα σε πιθάρια με λάδι που αγόρασε και
διέθεσε όλα τα χρήματα για την κατασκευή για να αποκατασταθεί η συγκοινωνία,
αλλά και για τη σωτηρία της ψυχής του (Σχισμένος, 2000). Από το Γάλλο συγγραφέα
Berard, που περιηγήθηκε την Αλβανία και τη Δυτική Μακεδονία στο τέλος του 19ου
αιώνα, αναφέρεται ότι στην Αλβανία κτιζόταν γεφύρια από αρετή, ή ματαιοδοξία, ή
για λόγους άφεσης των αμαρτιών, μερικές φορές και αμαρτιών που δύσκολα θα
μπορούσαν να συγχωρηθούν από το Θεό (Τσότσος, 1997).
Επίσης, υπάρχουν αφηγήσεις που ενδεχομένως απηχούν διάφορα πραγματικά
γεγονότα. Για παράδειγμα, το γεφύρι της Χρυσαυγής Βοΐου λέγεται ότι χτίστηκε με
χρηματοδότηση του ληστή Ζάμπρου, για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στους
κατοίκους του χωριού που τον έκρυψαν από τους Τούρκους που τον κατεδίωκαν, ενώ το Μαγεριώτικο ρέμα ήταν πλημμυρισμένο και δεν μπορούσε να περάσει (Αδαμίδης,
1996). Λέγεται ότι επέβλεψε την κατασκευή του γεφυριού κρυμμένος σε έναν
νερόμυλο (Αδαμίδης, 1996).
Ένας άλλος θρύλος που μπορεί να έχει σαν αφορμή πραγματικό γεγονός,
αφορά το γεφύρι της Κλειδωνιάς στο φαράγγι του Βίκου. Λέγεται ότι κάποτε σε
αυτό το γεφύρι, κατά τη διάρκεια μιας γαμήλιας πομπής έγινε συμπλοκή δυο
οικογενειών από το χωριό Άγιος Μηνάς λόγω βεντέτας, με αποτέλεσμα να
σκοτωθούν οι νιόπαντροι και τα ξαδέρφια της νύφης.Επιπρόσθετα, μια παράδοση των Πομάκων που ίσως έχει πραγματική βάση,
είναι η ακόλουθη. Λέγεται πως το πέρασμα από το γεφύρι της Μύκης που
κατασκευάστηκε το 1904 και τώρα έχει καταστραφεί, ήταν πολύ επικίνδυνο επειδή
γινόταν συχνά στόχος ληστών (Κόκκας, 2005). Μια μέρα ο Ισά από το πομακικό
χωριό Κότινα είδε τους ληστές, πέταξε τον έναν στο ποτάμι και ο άλλος τράπηκε σε
φυγή (Κόκκας, 2005). Από τότε το γεφύρι έγινε ασφαλές (Κόκκας, 2005).
Επιπλέον, υπάρχουν αφηγήσεις σχετικές με διάφορες υπερφυσικές δυνάμεις
που εξουσιάζουν τα γεφύρια. Στο πέτρινο γεφύρι της Βίνιανης Ευρυτανίας, ο θρύλος
μιλάει για το στοιχειό, τη λάμια που περνάει μπροστά από κάθε μεγάλη κατεβασιά
του ποταμού Μέγδοβα, ενώ ταυτόχρονα ακούγονται φωνές και τραγούδια από
νεράιδες (Λιόντης, 1990). Αν τύχει εκείνη τη στιγμή να είναι μέρα, χιλιάδες άγριες
μέλισσες βουίζουν δυνατά και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει το γεφύρι, ενώ αν
είναι νύχτα, φτερουγίζουν χιλιάδες νυχτερίδες και ακούγονται μουγκρητά ταύρου
δυνατά σαν κεραυνοί (Λιόντης, 1990). Άλλοι λένε ότι υπάρχει κάποιο αγριομελίσσι
εκεί κοντά , μέσα σε μεγάλο γκρεμό και όποιος το πειράξει σκοτώνεται , γιατί είναι
στοιχειωμένο (Λιόντης, 1990).
Ένας άλλος θρύλος αναφέρεται στην κατασκευή του γεφυριού του
Κρεμαστού στην Τροιζήνα, η οποία επιτεύχθηκε μόνο αφού ο μάστορας πούλησε την
ψυχή του στο διάβολο (Μαντάς, 2000). Σύμφωνα με αυτόν το μύθο, μετά από δύο
αποτυχημένες προσπάθειες και ενώ ο πασάς που είχε παραγγείλει το γεφύρι
απειλούσε να τον αποκεφαλίσει, ο μάστορας αναγκάστηκε να πουλήσει την ψυχή του
(Μαντάς, 2000). Κατάφερε έτσι να φτιάξει το γεφύρι, σε λίγα όμως χρόνια ο ίδιος και
η οικογένειά του καταστράφηκαν (Μαντάς, 2000). Αυτός είναι άλλος ένας μύθος που
εκφράζει τη δυσκολία ενός επιτεύγματος που φαίνεται να ξεφεύγει από τα ανθρώπινα μέτρα γι’ αυτό και μπορεί να γίνει μόνο με τη βοήθεια υπερφυσικών δυνάμεων
(Μαντάς, 2000).
Επιπρόσθετα, υπάρχουν αφηγήσεις για τα γεφύρια σχετικές με το θάνατο και
το πέρασμα στην άλλη ζωή. Σύμφωνα με μια παράδοση, όσοι πεθαίνουν πρέπει να
περάσουν το γεφύρι της Τρίχας (Μαντάς, 2000). Μόνο οι δίκαιοι τα καταφέρνουν,
ενώ οι αμαρτωλοί πέφτουν στο ποτάμι (Μαντάς, 2000). Το φανταστικό αυτό γεφύρι,
που αντικατοπτρίζει τη μεταθανάτια αγωνία του ανθρώπου, είναι λεπτό και τρέμει
πολύ, γι’ αυτό στο στόμα του πεθαμένου έβαζαν ένα νόμισμα για να το πάρει ο
άγγελος και να τον βοηθήσει (Μαντάς, 2000). Σε αυτό το μύθο εμπλέκονται αρχαίες
δοξασίες που αναφέρονται στον Αχέροντα, με νεότερες που το παρουσιάζουν σαν
μονότοξο ή τρίτοξο (Μαντάς, 2000). Μια σχετική προσευχή από τη Λέρο αναφέρει:
«Άη Γιάννη Θεολόγο
από σένα θέλω λόγο,
θέλω την ελπίδα σου
και τη σωτηρία μου
όταν ο Θεός
την ψυχή μου θα ζητήσει
στο Χριστό να τηνε δώσει
κι ο Χριστός να την περάσει
απ’ το τρίχινο γιοφύρι
που ‘ναι τρομερό κριτήρι» (Μαντάς, 2000)
Η γέφυρα ως πέρασμα στον άλλο κόσμο συναντάται και στη θρησκευτική
παράδοση των Πομάκων, σύμφωνα με την οποία όσοι πεθαίνουν πρέπει να περάσουν
από την κοφτερή γέφυρα, όπου ζυγίζονται οι αμαρτίες τους (Κόκκας, 2005). Οι καλοί
περνούν πολύ εύκολα και πηγαίνουν στον παράδεισο, ενώ όσοι πέφτουν πηγαίνουν
στην κόλαση (Κόκκας, 2005).
Σε μια άλλη αφήγηση, το γεφύρι παρουσιάζεται σαν τόπος δίκης. Στο γεφύρι
του Κόκκορου στο Ζαγόρι, όταν υποψιαζόταν κάποιον για ζωοκλέφτη, ή τον έπιαναν
να κλέβει, του ζητούσαν να περάσει το γεφύρι με μια γίδα στον ώμο, όταν το ποτάμι
ήταν πλημμυρισμένο και όποιος τα κατάφερνε, αθωωνόταν (Μαντάς, 2000). Ο
κόσμος πίστευε πως όσοι πνιγόταν τιμωρήθηκαν γιατί ήταν ένοχοι (Μαντάς, 2000).
Επίσης, σύμφωνα με άλλες αφηγήσεις το γεφύρι έχει χρησιμοποιηθεί για να
τιμωρήσει το ποτάμι. Τα ποτάμια είχαν προσωποποιηθεί και λατρευτεί σαν θεοί που
εξασφάλιζαν ευφορία της γης και ευγονία από την αρχαιότητα Απόηχος αυτής της προσωποποίησης είναι μια πρόληψη που επικρατούσε στο Ζαγόρι
της Ηπείρου, όπου όποια γυναίκα γεννούσε πεθαμένο παιδί, έριχνε μέσα στα νερά
του ποταμού μια ή περισσότερες αρκάδες του γεφυριού για να τον τιμωρήσει
(Μαντάς, 2000). Αρκάδες λεγόταν οι όρθιες πέτρες που είχαν προστεθεί για ασφάλεια
στο διάδρομο διάβασης του γεφυριού (Μαντάς, 2000). Πολλά γεφύρια τις περιοχής
έμειναν χωρίς αρκάδες, καθώς αυτή η πρόληψη ήταν διαδεδομένη (Μαντάς, 2000).
Υπάρχουν πολλών ειδών παραδόσεις σχετικές με τα γεφύρια και τα ποτάμια,
διάφοροι τρόποι που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος για να διαχειριστεί τη σχέση του με
τη φύση και την ανάγκη του να περιορίσει τη δύναμή της. Οι παραδόσεις αυτές αξίζει
να προσεγγίζονται στο σχολείο, καθώς είναι μέρος του πολιτισμικού μας κεφαλαίου.
Η διαχρονικότητα και η διαπολιτισμικότητα τους αντικατοπτρίζουν την ομοιότητα
των αναγκών και των προβλημάτων των ανθρώπων σε όλη τη γη.
Οι αφηγήσεις αυτές θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν παιδαγωγικά μέσω
ποικίλων δραστηριοτήτων. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να γίνουν συζητήσεις στην
τάξη με θέμα:
 τον συμβολισμό των αφηγήσεων
 τα συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε για τον τρόπο ζωής των
ανθρώπων που τις δημιούργησαν
 τις κυρίαρχες κοινωνικές απόψεις για τις διάφορες κοινωνικές ομάδες και για
τα δύο φύλα που αντικατοπτρίζονται μέσα σε αυτές
 τη σύνδεση των παραδόσεων με την ιστορία
Τα παιδιά θα μπορούσαν να χωριστούν σε ομάδες, να συζητήσουν τις απόψεις τους
και κάθε ομάδα να εκλέξει έναν εκπρόσωπο που θα παρουσιάσει τις απόψεις της
ομάδας στην ολομέλεια της τάξης.
Επιπλέον, ομάδες παιδιών θα μπορούσαν να συνεργαστούν για να φτιάξουν
ερωτήσεις και να πάρουν συνεντεύξεις με ανθρώπους της περιοχής τους για
αφηγήσεις σχετικές με τα γεφύρια. Επιπρόσθετα, μέσω διαδικτύου και ψηφιακών
κοινοτήτων σαν το e-twinning θα μπορούσαν να ερευνήσουν για σχετικές αφηγήσεις
από άλλες χώρες, να καταγράψουν αυτές τις αφηγήσεις και να προσδιορίσουν τις
ομοιότητες και τις διαφορές τους από τις ελληνικές. Ακόμη, θα μπορούσαν να
προσπαθήσουν να εξάγουν συμπεράσματα για τις ομοιότητες και τις διαφορές στον
τρόπο ζωής των ανθρώπων που απηχούνται σε αυτές τις αφηγήσεις.Επίσης, τα παιδιά θα μπορούσαν να ασχοληθούν με δραστηριότητες
εμβάθυνσης στην πλοκή των αφηγήσεων. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να
χωριστούν σε δύο ομάδες που σε ένα κεντρικό σημείο της πλοκής θα επιλέξουν
αντίθετες απόψεις για τη συνέχεια της ιστορίας και θα προσπαθήσουν να
επιχειρηματολογήσουν και να πείσουν την άλλη ομάδα για την άποψή τους. Καλό
είναι οι ομάδες να συζητήσουν το θέμα και μετά να επιλέξουν η καθεμιά έναν
αντιπρόσωπο που θα τις εκπροσωπήσει.
Ακόμη, θα μπορούσαν να κάνουν έρευνα για ποιήματα, λογοτεχνικά έργα,
δημοτικά τραγούδια και χορούς που εκφράζουν ανάλογους μύθους. Επιπλέον, θα
μπορούσαν να προσεγγίσουν τις αφηγήσεις με θεατρικό παιχνίδι, ή να τις
απεικονίσουν εικαστικά με ποικίλους τρόπους. Για παράδειγμα, τα παιδιά θα
μπορούσαν να ζωγραφίσουν κάποια σκηνή του μύθου, για να εκφράσουν τα
συναισθήματα που τους προκαλεί. Μπορούν να επιλέξουν μόνα τους αυτό που θα
απεικονίσουν, ή ο/η εκπαιδευτικός να ζητήσει από μεμονωμένα παιδιά ή ομάδες να
ζωγραφίσουν επεισόδια της ιστορίας στα οποία κάποια από τα πρόσωπα του μύθου
ήρωας είναι λυπημένα, φοβισμένα, χαρούμενα, θυμωμένα, κ.λπ. (Μπρασέρ, 2005).
Εναλλακτικά, ο/η εκπαιδευτικός θα μπορούσε να προτείνει στα παιδιά να
ζωγραφίσουν κάτι που θα έκαναν τα ίδια στη θέση του ήρωα (Μπρασέρ, 2005).
Επίσης, τα παιδιά θα μπορούσαν να εμπλακούν σε δραστηριότητες
δημιουργικής γραφής, σαν τις ακόλουθες. Θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τους
δικούς τους αυτοσχέδιους μύθους, διαφορετικούς από τους πρωτότυπους, με αφορμή
μια αρχική πρόταση που θα ανατρέπει την υπόθεση, όπως για παράδειγμα «η
γυναίκα του πρωτομάστορα ζει» και ζητώντας τα παιδιά να συνεχίσουν με όποιο
τρόπο νομίζουν. Θα ήταν ενδιαφέρον να χωριστούν σε ομάδες, κάθε ομάδα να
δημιουργήσει τη δική της ιστορία και μετά να προσπαθήσουν να συνθέσουν τις
ιστορίες σε ένα ενιαίο σύνολο. Μια παρόμοια δραστηριότητα ανατροπής της
υπόθεσης γνωστών παραδόσεων και δημιουργίας αυτοσχέδιων ιστοριών, θα ήταν να
διαλέξουν τα παιδιά στην τύχη κάρτες με προτάσεις που αναφέρονται σε δυο
διαφορετικές αφηγήσεις και να φτιάξουν τη δική τους συνδυάζοντάς τες (Τσιλιμένη
& Ξάφη).
Επιπλέον, τα παιδιά θα μπορούσαν να χωριστούν σε ομάδες και να
δημιουργήσουν μια δική τους διαφορετική ιστορία με κάποιον ή κάποια από τους
κεντρικούς ήρωες της αφήγησης. Ο/η εκπαιδευτικός μπορεί να τους πει το όνομα του
ήρωα και να συνεχίσει με τη σειρά ερωτήσεων που αφορούν γεγονότα στη σειρά και σχηματίζουν μια αφήγηση: «Ποιος νομίζετε ότι ήταν; Πού βρισκόταν; Τι έκανε; Τι
είπε; Τι είπε ο κόσμος; Πως τελείωσε η ιστορία;» (Ροντάρι 2003, σ. 54). Κάθε ομάδα
μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία της όταν την ολοκληρώσει και τα παιδιά να
συγκρίνουν τις δύο αφηγήσεις, την παραδοσιακή και την αυτοσχέδια των παιδιών.
Μπορεί να γίνει συζήτηση για τις απόψεις που απηχούνται σε καθεμιά.
Επίσης, κάποια παιδιά θα μπορούσαν να φτιάξουν ερωτήσεις για όποια
κεντρικά πρόσωπα των αφηγήσεων θα ήθελαν και κάποια άλλα παιδιά να αναλάβουν
να δέχονται ερωτήσεις και να τις απαντούν σαν να είναι αυτά οι ήρωες (Μπρασέρ,
2005). Μια άλλη ιδέα θα ήταν, ομάδες παιδιών να αναλάβουν να φτιάξουν αινίγματα
για τα γεφύρια, βασισμένα στους θρύλους που τα αφορούν και κάθε ομάδα να
προσπαθήσει να απαντήσει στα αινίγματα των άλλων ομάδων.
Σύμφωνα με τις θεωρίες οικοδόμησης της γνώσης (constructivism), που
υποστηρίχθηκαν από τους Piaget, Vygotsky και άλλους, κάθε άνθρωπος
κατασκευάζει ο ίδιος τη γνώση ανάλογα με τις εμπειρίες του (Παναγιωτακόπουλος
Πιερρακέας, Πιντέλας, 2003), καθώς και τα ενδιαφέροντά του, κατά την εμπλοκή του
σε κοινωνικές διαδικασίες διαλόγου (Παπούλια -Τζελέπη, 2004). Οι δραστηριότητες
που προτάθηκαν εδώ, βασίζονται σε αυτές τις απόψεις για τη γνώση και τη μάθηση
και είναι μια προσπάθεια συμβολής στη βιωματική προσέγγιση μιας πλευράς του
λαϊκού πολιτισμού.