Τον Αύγουστος του 1998 ο Γιώργος Πολυχρός του Μιχαήλ (1915-2001) με
υποδέχεται με χαρά στο σπίτι του στη Σκοτίνα Πιερίας. Μιλάμε για θέματα που αφορούν την προσωπική του ζωή, αλλά και ιστορικά γεγονότα της εποχής του. Τον καιρό εκείνο η Πατρίδα βρισκότανε σε συνεχή πόλεμο. Οι νέοι, εκτός από την κανονική τους θητεία στο στρατό, είχαν να αντιμετωπίσουν άλλες εξαιρετικές καταστάσεις («Αλβανία», Κατοχή, Εμφύλιος). Από όσα άκουσα σταχυολογώ τα παρακάτω.
α. Ελεύθερη Ελλάδα
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ. Του ‘44 ακριβώς του Αγίου Αθανασιού μας πήραν απού ‘δω κι πήγαμι ζ ντ Δισκάτ’. Μι τρόφιμα. Μι του μακαρίτ’ του Θιουχάρ’. Είχι ένα μπλάρ’ αυτός. Του δάσκαλου του μπατέρα (Δάμπλιας). Τ’ Αγια Ντωνιού του βράδ’ κοιμήθκαμι σ’ ν’ απαλνή τ’ Σκουτίνα. Του προυί σκώθκαμι κι (κατιευθείαν) ζ Γκαρυά. Βασίλιμα ηλιού κι σουρουπώνουντα να πιράσουμι σ’ τ’ Σκαμνιά, ν' Ουλυμπιάδα. Ανταμώθκαμι κι μι Παντλιμουνίτ’ κι Λιτουχουρίτ’ κι ούλ’ μαζί. Κι πέρασάμι του δρόμου Λάρισα-Ελασσόνα νύχτα. Μια ουμάδα μπρουστά αντάρτις κι τα ζώα μέσα. Πέρασάμι ένα χάους, ένα πουτάμ’ κι βγήκαμι σ’ ένα χουριό, λέγουνταν Λιανουτάς. Πήγαμι ξιφόρτουσάμι στου σχουλείου. ‘Που ‘κεί είχαμι ελευθέρα Ελλάδα. Δεν είχαμι φόβουν απ’ τζ Γιρμανοί. Ικεί είχαν σημαία οι αντάρτις. . . .
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ. Το 1944, ακριβώς τη μέρα του αγίου Αθανασίου μας παίρνουν από δω και μας πάνε στη Δεσκάτη. Με τρόφιμα μαζί μας. Μαζί μου ήταν ο μακαρίτης ο Θεοχάρης. Αυτός είχε μαζί του ένα μουλάρι. Μιλάμε για τον πατέρα του δάσκαλου Νίκου Δάμπλια. Το βράδυ του αγίου Αντωνίου κοιμηθήκαμε στην Άνω Σκοτίνα. Το πρωί της επόμενης μέρας σηκωνόμαστε και τραβούμε κατευθείαν στην Καρυά Ολύμπου. Ο ήλιος βασίλευε. Κατά το σούρουπο περνάμε από τη Σκαμνιά, την Ολυμπιάδα. Εκεί ανταμωθήκαμε όλοι μαζί και με τους Παντελεημονίτες και Λιτοχωρίτες. Τη διαδρομή Ελασσόνα-Λάρισα τη διανύουμε νύχτα. Μία ομάδα από αντάρτες προπορεύονταν και στη μέση τα ζώα. Φτάνουμε σε ένα χάος, περνάμε ένα ποτάμι και πλησιάζουμε σ’ ένα χωριό. Το χωριό λεγότανε Λιανουτάς. Τραβάμε κατευθείαν στο σχολείο, όπου και ξεφορτώσαμε τα πράγματα. Από το σημείο εκείνο και πέρα φύσαγε άλλος αέρας· είχαμε την ελεύθερη Ελλάδα. δεν είχαμε φόβο από τους Γερμανούς. Στην ελεύθερη Ελλάδα κυμάτιζε η σημαία του αντάρτη.
β. Φιλότιμο ελληνικό
ΙΔΙΩΜΑ. ΄Υστιρα του ‘45, Ιούλιο μήνα πήγα φαντάρος πάλι. Ταξιαρχία του Ρίμινι. Ιγώ, ι Γιώρς ι Χασιώτς κι άλλ’ δυο κατατάθκαμι στη Βέροια. Παντριμένους ιγώ. Ι Χασιώτς ύστιρα παντρέφκι. ΄Υστιρα μας διέλυσαν, άλλους σιαδώ, άλλους σιακεί. Απού ‘κεί στα Γιανιτσά. Λέου για τουν εαυτό μ’ τώρα. Απού ‘κεί στου Κιλκίς. Απού ‘κεί πήρα του απουλυτήριου. Του ‘46 έγινι του δημοψήφιζμα για να φέρν του βασιλιά κι ιμάς μας κράτσαν. Τς κουμμουνισταί τς έδουκαν ούλ’ δρόμουν. Ο στρατός καθάρζαν. Είχαμι έναν λουχαγόν, έκλινι προς τα αριστερά. Αυτοί έκαμαν λίγου στάσ’, οι Πουρλιώτ’. Ι διοικητής του λόχου μι λέ’ :
-«Τι γένιτι, μωρέ; Τι φκιάν’ οι φίλοι σου ικεί πέρα;»
-«Σι χιριτούν» τουν λέου. «Αλλά έπριπι να του κάμν’ όλ’».
Αναφουρά ιμένα. Στου τάγμα ο λοχαγός. Είχα όμως ένα πιδί, ανθυπολοχαγός Μπουρνόζας Κωνσταντίνος, δικηγόρος. Κι ι άλλους ήταν δάσκαλους, υπασπιστής του τάγματος. Λέου ιγώ στου διοικητή:
-Κυρ’ διοικητά, ιμάς μας κρατάτι ώς έμπιστοι κι αυτοί τς απουλνάτι. Αυτοί θα οπλιστούν κι θα μας πιριμένουν ιμάς. Κι ικεί ‘π’ να μι σκουτώσν, σκώτουσέμι τώρα.
Πάει η αναφορά στον ανθυπασπιστή, γκοιτάει, ντ διαβάζ’. .. ν’ έσκσι.
ΚΟΙΝΗ. Ύστερα το 1945, τον Ιούλιο μήνα, ξαναπήγα φαντάρος. Στη ταξιαρχία του Ρίμινι. Εγώ, ο Γιώργος ο Χασιώτης και άλλοι δυο καταταχθήκαμε στη Βέροια. Ήμουνα παντρεμένος. Ο Χασιώτης παντρεύτηκε μετά από μένα. Μετά σκορπίσαμε, ένας προς τα εδώ, άλλος προς τα κει. Από τη Βέροια μας έστειλαν στα Γιαννιτσά. Μιλάω μόνο για τον εαυτό μου τώρα. Από κει στο Κιλκίς. Από το Κιλκίς πήρα το απολυτήριο. Το 1946 έγινε το δημοψήφισμα για να φέρουν το βασιλιά. Για το λόγο αυτό μας κράτησαν εμάς επιπλέον στο στρατό. Όσοι εμπνέονταν από κομμουνιστικά φρονήματα, απολύθηκαν όλοι. Γίνονταν εκκαθάριση στο στρατό. Είχαμε έναν υπολοχαγό που έκλινε προς τα αριστερά. Αυτοί οι Πουρλιώτες κάνανε μερικές φασαρίες. Με πλησιάζει ο διοικητής του λόχου και μου λέει:
-«Πώς πάει, ωρέ: Τι κάνουν οι φίλοι σου εκεί πέρα»;
-«Σε χαιρετάνε», του λέω. «Αλλά έπρεπε να το πράξουν όλοι».
Με βγάζει στην αναφορά εμένα. Για το λόγο που είπα. Ο λοχαγός με βγάζει αναφορά στο τάγμα. Ευτυχώς που γνώριζα ένα καλό παιδί, που ήταν ανθυπολοχαγός. Λεγότανε Μπουρνόζας Κωνσταντίνος, στο επάγγελμα δικηγόρος. Ο άλλος ήταν δάσκαλος, υπασπιστής του τάγματος. Στην αναφορά, λέω εγώ στο διοικητή:
-Κύριε διοικητά, εμάς μας κρατάτε, επειδή μας εμπιστεύεστε. Τους άλλους τους δίνετε απολυτήριο, επειδή δεν τους εμπιστεύεστε. Αυτούς που απολύσατε θα πάνε στα χωριά τους, θα οπλιστούν και θα είναι έτοιμοι να μας αντιμετωπίσουν κατά την αρέσκειά τους. Έχω τη γνώμη, εκεί που θα με σκοτώσουν αυτοί, σκότωσέ με εσύ τη στιγμή αυτή.
Στέλνουν την αναφορά στον ανθυπασπιστή, την προσέχει, τη διαβάζει προσεκτικά, τη σκίζει.