Μια μέρα εμφανίστηκε σε ένα χωριό ένας άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα παγκάκι και φώναξε σε όλο τον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα γαϊδούρια…
που θα του πήγαιναν, έναντι 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά.
Οι ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο, αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι με το τσαντάκι γεμάτο και το χαμόγελο στα χείλη.
Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο, κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους.
Όταν συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος τότε ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι 500 ευρώ! Και αποχώρησε.
Την επόμενη όμως μέρα ανέθεσε στον συνέταιρό του το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα. Οι κάτοικοι βλέποντας την δυνατότητα να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 2,3 και 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα.
Όπως φαντάζεσαι, μετά την συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές σε έναν φορολογικό παράδεισο της Καραϊβικής, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.
Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια όμως. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους.
Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο. Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος παρεπιπτόντως ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου.
Δυστυχώς όμως ο τραπεζίτης αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το χρέος των κατοίκων, και ούτε το χρέος του δήμου, ο οποίος φυσικά βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση. Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαιδάρους!
Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο την «ανιδιοτελή» συμβουλή / οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών. Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι.
Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου, να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων.
Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν με τον ιδρώτα τους. Ονομάζονται οικογένεια Χρηματοπιστωτικών Αγορών, και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής.
Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι θα πράξουν τελικά οι κάτοικοι, πως θα αντιδράσουν οι Δήμαρχοι, και αν θα καταφέρουν να ξαναξεγελάσουν τα "ξαδέρφια" τους αγρότες…
Το τέλος βέβαια αυτής της ιστορίας ακόμα δεν έχει γραφτεί… πιθανότατα όμως να συμβάλουμε όλοι σε αυτό.
Αναγνώστης