χωριό της Ηπείρου όπου ο Σουλεϊμάν εξόρισε τη μητέρα και τη γυναίκα του. Το 1912 η Πογδόριανη λεηλατήθηκε και κάηκε από τους Τούρκους
Το χωριό της Ηπείρου όπου ο Σουλεϊμάν εξόρισε τη μητέρα και τη γυναίκα του. Το 1912 η Πογδόριανη λεηλατήθηκε και κάηκε από τους Τούρκους
ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Λίγα μόλις χιλιόμετρα από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα, ανάμεσα στο Όρος Κασιδιάρη και τον λόφο Σωσσίνου βρίσκεται το χωριό Πογδόριανη, που σήμερα ονομάζεται Άνω Παρακάλαμος.
Παλαιότερα, η περιοχή της Πογδόριανης συμπεριλάμβανε τα σημερινά χωριά του Παρακαλάμου, το Παλαιό Μαυρονόρος και την Σιταριά. Χωριά τα οποία σήμερα αποτελούν μαζί τον Δήμο Καλαμά.
Το ηπειρωτικό χωριό υπήρξε το Δεσποτάτο της μητέρας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, ενώ την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα εδάφη του δόθηκαν ηρωϊκές μάχες χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Στις 17 Οκτωβρίου 1912 η Πογδόριανη λεηλατήθηκε και κάηκε σχεδόν ολοσχερώς. Σήμερα, το απομονωμένο χωριό φιλοξενεί μετά βίας 25 μόνιμους κατοίκους.
Το χωριό που εξόρισε ο Σουλεϊμάν την μητέρα και την γυναίκα του
Η Πογδόριανη στο παρελθόν φιλοξένησε τόσο την μητέρα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή όσο και τη πιο γνωστή από τις συζύγους του, την Χουρέμ. Οι κόντρες αυτών των δύο γυναικών έμειναν κυριολεκτικά στην ιστορία και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Σουλεϊμάν χρειάστηκε να τις χωρίσει, προκειμένου να εξομαλυνθεί το κλίμα εντός του παλατιού.
Ο λόγος που επιλέχθηκε η Πογδόριανη ως “τόπος εξορίας” αυτών των δύο γυναικών ήταν επειδή θεωρούνταν πολύ ασφαλές μέρος για να φιλοξενήσει τέτοιου είδους προσωπικότητες. Ο Σουλεϊμάν δεν θα μπορούσε ποτέ να εξορίσει ούτε την Χουρέμ, η οποία ήταν και η μητέρα των τεσσάρων παιδιών του, ούτε την ίδια του τη μητέρα. Έτσι, έχρισε την ευρύτερη περιοχή της Πογδόριανης ως δεσποτάτο της μητέρας του και τις έστειλε εκεί και τις δύο.
Η Πογδόριανη γνώριζε τεράστια οικονομική άνθηση και θεωρούνταν κέντρο του εμπορίου, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής διατηρούσαν τόσο την θρησκευτική τους ελευθερία όσο και αυτή της διατήρησης της γλώσσας τους
ομάδα του Μέμου διαλύθηκε.
Η τουρκική εισβολή στην Πογδόγιαννη
Οι Τούρκοι εισέβαλλαν σε μια σειρά από χωριά, ανάμεσα στα οποία ήταν και η Πογδόγιαννη. Από τους επτά συνοικισμούς της Πογδόριανης έκαψαν τους έξι. Ένας έπρεπε να αξιοποιηθεί ως καταυλισμός των τούρκικων στρατευμάτων και αυτός ήταν ο συνοικισμός Ρεπετίστας.
Απ’ όπου πέρασε ο τούρκικος στρατός έκαψε τα πάντα. Σπίτια, σχολεία, καλύβες και στάβλοι καταστράφηκαν ολοσχερώς. Απέμεινε μόνο το 10% των κτισμάτων, πιθανόν από αμέλεια των στρατιωτών. Οι λεηλασίες ήταν ανάλογου μεγέθους. Άρπαξαν και φόρτωσαν στην πλάτη τους ή σε ζώα ό,τι βρήκαν και ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί.
Ερείπια στο ηπειρωτικό χωριό της Πογδόριανης
Όλοι οι κάτοικοι των χωριών έφυγαν από τα σπίτια τους. Πήραν μαζί τους τα παιδιά στην αγκαλιά κι όσα ζώα είχαν. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι πρόλαβαν να πάρουν λίγα κλινοσκεπάσματα, τρόφιμα, ψωμία, αλεύρι και τυρί. Το γεγονός ότι δεν είχαν μαζέψει τα καλαμπόκια από τον κάμπο, παρόλο που ήταν η εποχή της συγκομιδής αποδείχθηκε σωτήριο, καθώς όλη η σοδειά θα είχε καταστραφεί, όπως και οι αποθήκες τους.
Η προσφυγιά των κατοίκων
Φορτωμένοι με τα υπάρχοντά τους, οι κάτοικοι των χωριών τράβηξαν αρχικά προς το όρος Κασιδιάρη. Τουλάχιστον 2.500 άνθρωποι αναζήτησαν καταφύγιο στις πλαγιές και τις σπηλιές του βουνού.
Όμως οι Τούρκοι τους ακολούθησαν και ανέβηκαν στο βουνό πυροβολώντας. Ακολούθησε ένα ανθρωποκυνηγητό, μέχρι που οι εκδιωγμένοι Ηπειρώτες έφτασαν στην κορυφή του βουνού και από εκεί στα “Σκαπέτα”. Με την ονομασία “Σκαπέτα” προσδιόριζαν την περιοχή που σήμερα ονομάζεται “Κάτω Πωγώνι” και περιλαμβάνει έντεκα χωριά. Ήταν ευτύχημα που δεν είχε έρθει ακόμα ο χειμώνας, καθώς ο φθινοπωρινός καιρός βοήθησε μερικούς χωρικούς να παραμείνουν κρυμμένοι σε απόμερες και δασωμένες κοιλότητες του όρους.
Αυτή η καταδίωξη κράτησε 15 μέρες, μέχρι που αποχώρησαν οι τουρκικές δυνάμεις. Ο μοιραίος απολογισμός αυτής της εκκαθαριστικής επιχείρησης έφτασε τους 11 νεκρούς, μόνο από την Πογδόριανη. Ανάμεσά στους νεκρούς ήταν και τρία βρέθη, τα οποία πέθαναν από τις κακουχίες της προσωρινής εξορίας.
Όταν οι Πογδοριανίτες επέστρεψαν στο χωριό, στεγάστηκαν όπως μπόρεσαν στα μισοκαμένα σπίτια που γλίτωσαν, στις εκκλησίες, τα μοναστήρια, καθώς και σε σκηνές και καλύβες που κατασκεύασαν πρόχειρα. Επιδόθηκαν στο μάζεμα του καλαμποκιού, για να εξασφαλίσουν το ψωμί τους, περιμένοντας την πολυπόθητη απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.